NEAPOREIAWEBTV

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Συνονθύλευμα άγνοιας και αμάθειας ο ΣΥΡΙΖΑ


 

Ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης απορεί με τους διανοούμενους που υπομένουν το «συνονθύλευμα άγνοιας και αμάθειας» του ΣΥΡΙΖΑ.

 

''...Με μπροστάρη τον εκ συστάσεως κούφιο αρχηγό τους -υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο για όλα τα επίπεδα τού δημόσιου βίου-, θα συνεχίσουν κακήν κακώς να σέρνουν από δω κι από κει την συντελεσμένη αποσύνθεσή τους, μολύνοντας το ζωτικό περιβάλλον με την αποφορά τους.''


Ο βραβευμένος συγγραφέας του «Πεθαίνω σαν χώρα» και μεταφραστής, Δημήτρης Δημητριάδης, απορεί, στο παρακάτω κείμενό του για το iefimerida, με τίτλο «Η βγαλμένη γλώσσα», γιατί υπάρχουν συγγραφείς της Αριστεράς, όπως ο Βασίλης Βασιλικός, οι οποίοι δεν αισθάνονται θιγμένοι από τον διασυρμό που υφίσταται η ελληνική γλώσσα από τον ΣΥΡΙΖΑ.

«Τα στελέχη τού κόμματος αυτού, με επιφανή πρωτοπόρο σε παιδαριώδη ολισθήματα και ανεξάντλητο παραγωγό ακατονόμαστων διαστρεβλώσεων τον δυσφυή αρχηγό του, είναι στερημένα από τα πιο στερεότυπα χαρίσματα που προσφέρει στον άνθρωπο η ίδια η Φύση: πρόκειται για ανθρώπους σε τέτοιο σημείο ελλιπείς σε ποιότητα και καλλιέργεια, ώστε δεν μπορεί να προκύψει από αυτούς παρά μόνο αυτό που προέκυψε τα τεσσεράμισι χρόνια που ήσαν κυβέρνηση: η πανωλεθρία», γράφει χαρακτηριστικά.

Και για τον Βασίλη Βασιλικό αναφέρει:

«Κι άλλοι όπως ο Βασίλης Βασιλικός φοβούνται -άντρες και γυναίκες, μεγάλοι (στην ηλικία) και μικροί (όχι την ηλικία, άνθρωποι που πέρασαν και περνούν όλη την ζωή τους με τα κείμενα, την γλώσσα, την γραφή, την ανάγνωση).
Αυτό που φοβούνται δεν είναι τόσο το να παραδεχτούν ότι εξαπατήθηκαν από έναν συρφετό εξουσιομανών που παρίσταναν και παριστάνουν τούς αριστερούς. Εκείνο που φοβούνται περισσότερο είναι το να παραδεχτούν ότι ο εχθρός τους δεν είναι πια εκείνος που ήταν κάποτε».
Αναλυτικά το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη:


Στον Μάνο Χατζιδάκι, σαν σήμερα

Προς νοήμονες

Η σχέση τής γλώσσας με τον κόσμο, αυτή είναι που προσδιορίζει την γλώσσα, αυτή είναι που ορίζει τον κόσμο.
Κόσμος και γλώσσα συνυπάρχουν και συναιρούνται προκειμένου ο πρώτος να ονομάζεται, η δεύτερη να τον ονομάζει.
Η γλώσσα, κατ’ εξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα, έχει αναλάβει, έχοντας ως χειριστή/χρήστη της τον άνθρωπο, να νοηματοδοτήσει με τις λέξεις τα πράγματα, να δώσει όνομα σε ό,τι δεν έχει, να τού αποδώσει, ονομάζοντάς το, την ταυτότητά του, είτε αυτό είναι λουλούδι, φυσικό φαινόμενο, μέλος τού σώματος.

Με όλα αυτά, σε συντομογραφία, επισημαίνεται η ασύγκριτη σπουδαιότητα που έχει για τον άνθρωπο, για την ιστορία του, τον πολιτισμό του, αλλά και για τον ίδιο τον βίο του, ασφαλώς και για την επιβίωσή του, αυτό το όργανο που θα λέγαμε ότι αυτό είναι που κάνει άνθρωπο τον άνθρωπο.
Είτε γραπτή είτε ομιλούμενη -τα ζώα, μολονότι έχουν οργανική γλώσσα, δεν μιλούν-, η ανθρώπινη γλώσσα αποτελεί το ύψιστο κριτήριο για την στάθμη εκείνου που την χρησιμοποιεί προκειμένου ο ίδιος να εκφραστεί, εξωτερικεύοντας σκέψεις, διαθέσεις, αισθήματα, κάθε τι που συμβαίνει στην εσωτερική του λειτουργία και στο όποιο περιβάλλον του.

Η χρήση τής γλώσσας έχει αποτελέσει το πρωταρχικό υλικό τού παγκόσμιου πολιτισμού το οποίο περιέχεται σε μία από τις κορυφαίες εκφάνσεις του : την γραμματολογία, την σύνολη κατάθεση γραπτών κειμένων τα οποία συνιστούν και διατηρούν το αποθησαύρισμα αιώνων φιλοσοφικού στοχασμού, ποιητικού, δραματικού και αφηγηματικού λόγου, ιστοριογραφίας, νομολογίας, σε όλους τούς κλάδους τής επιστήμης, από καταβολής γραφής.
Αυτό το αποθησαύρισμα, περνώντας από γενιά σε γενιά, εμπλουτιζόμενο από την κάθε γενιά, και προεκτείνοντας με κάθε γενιά αυτό που αποκαλείται παράδοση, έχει, εκτός από την εξωτερική του διάσταση, την υλική, και μία διάσταση εσωτερική, οιονεί άυλη. Η δεύτερη είναι η εσωτερικευμένη σε και από όλες τις ανθρώπινες γενιές, σε βαθμό ανάλογο με τίς κοινωνικές και οικονομικές περιστάσεις, διάσταση αυτής τής παράδοσης.
Οι άνθρωποι, είτε δότες είτε λήπτες τής παράδοσης, αποτελούν τούς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, φορείς της. Η γραμματολογία, με εγχειρίδιο τις λέξεις, δρα ως, συνειδητή ή όχι, προϋπόθεση για την στοχαστική και αισθηματική διαμόρφωση τού καθενός, με όλες τίς διαφορές που έχει αυτή από χώρα σε χώρα, από γλώσσα σε γλώσσα, από κοινωνία σε κοινωνία, από εποχή σε εποχή.

Εδώ κλείνει μία σύντομη έκθεση σοβαρών μεν αυτονόητων δε επισημάνσεων, οι οποίες όμως έχουν καταστεί βαθμηδόν όλο και λιγότερο αυτονόητες, όλο και λιγότερο σοβαρές, έχουν αποκτήσει διαστάσεις εξωτικών παραδοξοτήτων με κάποια χροιά παρωχημένου ενδιαφέροντος.
Αυτό είναι μία πλευρά λίγο-πολύ διευρυμένης γενίκευσης.
Υπάρχει και μία άλλη πλευρά όπου όλα τα παραπάνω εκπροσωπούνται από μία εξειδικευμένη περιοχή, μία περιοχή δημόσιου, πιο συγκεκριμένα πολιτικού, ακόμα πιο συγκεκριμένα κομματικού, σχήματος, και η εκπροσώπηση αυτή διακρίνεται για την πιο ακραία, με την έννοια τού τερματικού σταδίου, εκδοχή.

Το σχήμα αυτό είναι το κόμμα πού τιτλοφορείται ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το σχήμα, όπως δεν ανήκει στην Πολιτική, δεν ανήκει και στην Γλώσσα.
Δεν είναι άγλωσσο. Είναι κάτι απείρως χειρότερο: κάνει χρήση τής γλώσσας με τέτοιον τρόπο ώστε, στα λεγόμενά του, δεν υπάρχει καμία αντιστοιχία ανάμεσα στις λέξεις και στο αντικείμενό τους.
Αυτή η χρήση τής γλώσσας, εκτός τού ότι αποτελεί την κατεξοχήν υπονόμευση τής γλώσσας, συνιστά την πιο ύπουλη και την πιο δόλια κατάχρησή της.

Η τερατώδης τεσσεραμισάχρονη κυβερνητική θητεία τού σχήματος αυτού, προκάλεσε, σε γλωσσικό επίπεδο, τούς από κάθε άποψη δικαιολογημένα βαρύτερους χαρακτηρισμούς που μπορούν να διατυπωθούν για τα πεπραγμένα μιάς κυβέρνησης. Τα εκάστοτε παρεπόμενα και συνεχώς αποκαλυπτόμενα «επιτεύγματα» των τότε, οποιασδήποτε βαθμίδας, κυβερνώντων και αξιωματούχων, έκαναν τις λέξεις, τις πιο βαριές σε χαρακτηρισμούς, να συμπίπτουν απόλυτα με τις ανά πάσα στιγμή επιτελούμενες γκάφες, με τα ανά πάσα στιγμή διαπραττόμενα σε βαθμό ποινικού αδικήματος λάθη, με τις ανά πάσα στιγμή εκπορευόμενες από απίθανης υφής εγκεφάλους ανοησίες, χυδαιότητες, βλακείες, αστοχίες, με αποκορύφωμα τα αναρίθμητα συμπτώματα άγνοιας, αμάθειας, ασχετοσύνης, και με συνεκτικό ιστό τους την υπέρμετρη αυταρέσκεια, τον άκρατο λαϊκισμό, την χαίνουσα επικινδυνότητα, την έμφυτη ροπή προς την καθεστωτική απάτη και το κυβερνητικό ψεύδος.

Τι κάνει σήμερα αυτό το άμορφο μόρφωμα που έχει χάσει την εξουσία και μαζί τον μόνο λόγο για το οποίο υπάρχει: την απομύζησή της σε βαθμό διανοητικής εκτροπής;
Μη διαθέτοντας καμία πολιτική διάσταση, καμία ιδεολογική ταυτότητα, κανέναν ηθικό φραγμό, κανέναν μορφωτικό ορίζοντα, επιδίδεται, ως το έσχατο καταφύγιο που τού έχει απομείνει, στο να στρέφει όλους τούς χαρακτηρισμούς που συνέπιπταν με την τότε δική του διακυβέρνηση, στην σημερινή κυβέρνηση.

Αυτό που εν προκειμένω συμβαίνει είναι μία διεστραμμένη απόπειρα με την οποία στοχεύουν -άστοχοι- να πετύχουν δύο πράγματα συγχρόνως -δεν αναφέρω τις λέξεις και τίς φράσεις που χρησιμοποιούν όχι μόνο γιατί είναι πασίγνωστες αλλά κυρίως για να μην σπιλωθεί με την παράθεσή τους το κείμενό μου.
Το πρώτο, να αποσείσουν από πάνω τους όλα εκείνα που περιέγραφαν επακριβώς, δηλαδή καταδικαστικώς, την δική τους διακυβέρνηση. Το δεύτερο, να μεταφέρουν όλα εκείνα, κατά λέξη, στον πολιτικό τους αντίπαλο προκειμένου να μετατρέψουν αυτόν σε φορέα τους.

Εδώ, διαπράττεται μία κυριολεκτικά εκτρωματική αντιστροφή η οποία συνίσταται στο ότι καμία λέξη από αυτές που χρησιμοποιεί το άμορφο μόρφωμα δεν αντιστοιχεί στα πεπραγμένα τού πολιτικού του αντιπάλου: αυτός ο πολιτικός αντίπαλος, μολονότι ούτε ο καλύτερος είναι ούτε ο αλάνθαστος, φυσικά ούτε και απαλλαγμένος από αστοχίες, ελλείψεις και παραλείψεις, κενά, ανεπάρκειες, δεν έχει, συγκριτικά πάντα, καμία ομοιότητα με τα πεπραγμένα τού ΣΥΡΙΖΑ, οπότε οι λέξεις που στρέφει αυτός εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του είναι όχι μόνο υπερβολικές, είναι άκαιρες, άστοχες, εντέλει άκυρες ηθικώς και πολιτικώς σεσημασμένες.

Αυτή η «πολιτική» τακτική, που ξεκίνησε από την αρχή τής θητείας τής σημερινής κυβέρνησης και που συνεχώς, συστηματικά, προγραμματισμένα, εντείνεται και δείχνει ότι δεν θα σταματήσει να εντείνεται, απογυμνώνει το κόμμα αυτό από κάθε, ακόμα και στοιχειώδη, σοβαρότητα, εγκυρότητα, νομιμότητα.
Η συμπεριφορά των στελεχών του, εντός και εκτός Βουλής, καταγράφεται ως συμπεριφορά επιεικώς τραμπούκων, των οποίων η εσωτερική σύσταση είναι ό,τι πιο βάρβαρο και απεχθές διακρίνει το ανθρώπινο είδος.

Η περίπτωσή τους τίθεται με όρους πλέον ανθρώπινου είδους: χωρίς να παύουν να ανήκουν σ’ αυτό, αποτελούν το έσχατο κατακάθι του, την χείριστη πλευρά του, την έκφανσή του εκείνη που συγκεντρώνει αντιπροσωπευτικά τα πρώιμα στάδια τής εξέλιξης των ειδών όπου η γλώσσα, άρα και η σκέψη, δεν είχαν ακόμα αποκτήσει άρθρωση, ευγλωττία, λεκτικό συνειρμό, διανοητική λειτουργία, νοηματική συνάφεια.

Η περίπτωσή τους, λοιπόν, ανήκει στο άλογο, εκεί όπου ο βαθμός νοημοσύνης δεν ισούται με μηδέν, και από όπου απουσιάζει και το παραμικρό ίχνος προερχόμενο από το αποθησαύρισμα τού γραπτού λόγου που αναφέρθηκε προηγουμένως ως το πιο έγκυρο κριτήριο μιάς ανεπτυγμένης προσωπικότητας.

Τα στελέχη τού κόμματος αυτού, με επιφανή πρωτοπόρο σε παιδαριώδη ολισθήματα και ανεξάντλητο παραγωγό ακατονόμαστων διαστρεβλώσεων τον δυσφυή αρχηγό του, είναι στερημένα από τα πιο στερεότυπα χαρίσματα που προσφέρει στον άνθρωπο η ίδια η Φύση: πρόκειται για ανθρώπους σε τέτοιο σημείο ελλιπείς σε ποιότητα και καλλιέργεια, ώστε δεν μπορεί να προκύψει από αυτούς παρά μόνο αυτό που προέκυψε τα τεσσεράμισι χρόνια που ήσαν κυβέρνηση: η πανωλεθρία.
Μόνο το χείριστο είδαν να προέρχεται από την διακυβέρνησή τους και όσοι τούς ψήφισαν και όσοι όχι.

Αυτή ωστόσο η τόσο, κατά την γνώμη μου, εξόφθαλμη εικόνα, τής οποίας το περιεχόμενο δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, δεν μπορεί να μη γίνει αντιληπτό, από κάθε νοήμονα άνθρωπο, προπαντός σε ό,τι αφορά το θέμα που επικεντρώνεται στην τερατώδη κατάχρηση τής γλώσσας, δεν έχει αγγίξει, όπως φαίνεται, εκείνους που το κύριό τους μέλημα και όργανό τους είναι οι λέξεις.
Εννοώ, φυσικά, τούς συγγραφείς.
Εχω θίξει την συγκεκριμένη περίπτωση, κατονομάζοντας μάλιστα τούς εμπλεκόμενους στο αδιανόητο συνονθύλευμα, και σε άλλα δημοσιευμένα στον ημερήσιο τύπο κείμενά μου, συν τω χρόνω όμως, κι ενώ η κατάσταση που περιέγραψα έχει προσλάβει διαστάσεις γλωσσικού ολέθρου με συνέπεια την δόλια φθορά των λέξεων από την κατά κράτος κακομεταχείρισή τους εκ μέρους των στελεχών τού ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν ορισμένοι που ανήκουν σ’ αυτά τα στελέχη και οι οποίοι μοιάζουν να μην τούς απασχολεί καθόλου μία τέτοια δολιοφθορά εφόσον παραμένουν ανενόχλητοι στο δυναμικό τού κόμματος αυτού και δεν αντιδρούν.

Ενας συγγραφέας όπως ο Βασίλης Βασιλικός -τον φέρνω ως παράδειγμα γιατί, εν αντιθέσει με άλλους που είναι οπαδοί τού ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν έχουν εκλεγεί ή επιλεγεί για να τον στελεχώσουν, ο Β. Β. είναι βουλευτής του επικρατείας-, πώς δεν αισθάνεται θιγμένος από τον διασυρμό τής ελληνικής γλώσσας όταν την ακούει να σύρεται σε τέτοιον εξευτελισμό από τούς ομοϊδεάτες του; Φυσικά, είναι κι αυτός από εκείνους που πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Αριστερά, ότι τον εκπροσωπεί ως αριστερό, άρα γι’ αυτόν δεν τίθεται θέμα.

Τίθεται όμως πλέον σαφώς και αφεύκτως ένα θέμα νοημοσύνης, με την πιο απλοϊκή έννοια τής λέξης: πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχει στον ίδιο άνθρωπο μία πλευρά που έχει εκφραστεί με ένα εν πολλοίς σημαντικό έργο, με άλλη μία πλευρά η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά με το πρόσημο τής παράνοιας; Υπάρχει απάντηση; Υπάρχει εξήγηση; Αν υπάρχει, αυτή θα μπορούσε ίσως να είναι εκείνη που λέει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος φοβάται.

Κι άλλοι όπως ο Β.Β. φοβούνται -άντρες και γυναίκες, μεγάλοι (στην ηλικία) και μικροί (όχι την ηλικία, άνθρωποι που πέρασαν και περνούν όλη την ζωή τους με τα κείμενα, την γλώσσα, την γραφή, την ανάγνωση).
Αυτό που φοβούνται δεν είναι τόσο το να παραδεχτούν ότι εξαπατήθηκαν από έναν συρφετό εξουσιομανών που παρίσταναν και παριστάνουν τούς αριστερούς. Εκείνο που φοβούνται περισσότερο είναι το να παραδεχτούν ότι ο εχθρός τους δεν είναι πια εκείνος που ήταν κάποτε. Αυτό τούς τρομάζει: η σκέψη που δεν τολμούν να κάνουν, ότι η Δεξιά δεν είναι πια εκείνη που ήταν, εκείνη που θέλουν να είναι, εκείνη όμως την Δεξιά χρειάζεται το μυαλό τους για να αισθάνονται αριστεροί, επειδή όμως εκείνη η Δεξιά δεν υπάρχει, κλονίζεται και η δική τους υπόσταση ως αριστερών αφού μόνο μ’ εκείνη την Δεξιά μπορούν να είναι αριστεροί. Η ανυπαρξία μιάς τέτοιας όπως την θέλουν Δεξιάς, τούς κάνει και τούς ίδιους ανύπαρκτους ως αριστερούς, όπως τούς κάνεις ανύπαρκτους ως αριστερούς το γεγονός ότι πιστεύουν σε μία Αριστερά που δεν είναι Αριστερά.


Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι Αριστερά, θέλουν όμως να λένε ότι είναι -ένα από τα ριζικά ψεύδη τους.
(Αυτό δεν σημαίνει ότι η αληθινή Αριστερά, όπως αυτή που θα μπορούσε να υπάρξει εννοώντας τις καταστατικές αξίες της, δεν υφίσταται ως αφανής στο παρόν και ως απαιτούμενο για το μέλλον, όσο κι αν είναι ή δεν είναι εφικτή μία εμφάνισή της, όσο κι αν ένας αληθινός αριστερός την χρειάζεται, μένοντας για την ώρα χωρίς πραγματική εκπροσώπηση).

Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, μαζί του και ο Β.Β., τρέμουν μπροστά στην -μετά βίας, είναι αλήθεια, χωρίς απτά ακόμη δείγματα- ενδεχόμενη μετακίνηση τής Ν.Δ. προς την κεντροαριστερά. Τι θ’ απογίνουν, λοιπόν, όταν, και αν, συμβεί αυτό;
Θα παραμείνουν αυτό που είναι ήδη σήμερα: ανυπόστατοι.
Το πιο οδυνηρό γι’ αυτούς είναι ότι το ξέρουν: ξέρουν ότι δεν εκφράζουν πλέον παρά ένα κενό, ένα τίποτα, ότι η ασημαντότητά τους είναι το μόνο εύσημό τους, η βαθιά τους σήψη η μόνη υπαρκτή διάστασή τους, ο καιροσκοπισμός και η ασύστολη εξαπάτηση η μόνη σύστασή τους, η αμορφωσιά και ο ηθικός πρωτογονισμός η μόνη ποιότητά τους.


Τι μένει απ’ αυτούς; Τι θα μείνει;


Με μπροστάρη τον εκ συστάσεως κούφιο αρχηγό τους -υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο για όλα τα επίπεδα τού δημόσιου βίου-, θα συνεχίσουν κακήν κακώς να σέρνουν από δω κι από κει την συντελεσμένη αποσύνθεσή τους, μολύνοντας το ζωτικό περιβάλλον με την αποφορά τους.

Αυτοί οι νεκροί δεν δεδικαίωνται ποτέ και με τίποτα.
Δεν τούς θέλει ούτε καν ο τάφος.

Πηγή: iefimerida.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου